- ἀνεκτᾶτο
- ἀνακτάομαιregain for oneselfimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подъимати — ПОДЪИМА|ТИ 2 (6*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Брать кого или чтол., лежащее внизу, и поднимать вверх: [два мученика] по ланитама строгана быста. ѥю же. кровь гаинъ по(д)има˫а. бьѥнъ бы(с) по плещема и по чрѣву. Пр 138З, 92г; прише(д) к болѧщомѹ братѹ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλυσιδωτές αντιδράσεις — Ειδικός τύπος χημικών αντιδράσεων κατά τις οποίες, όταν προκληθεί μια πρώτη αντίδραση, επακολουθεί αυθόρμητα σειρά αντιδράσεων. Ο μηχανισμός αυτών των αντιδράσεων έχει μελετηθεί με βάση τη χημική κινητική. Μια τυχαία, μικρότερης σημασίας… … Dictionary of Greek
αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη … Dictionary of Greek